Λαμπιτώ

Λαμπιτώ
Λαμπιτώ
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Λαμπιδώ ή Λαμπιτώ — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Κόρη του βασιλιά της Σπάρτης Λεωτυχίδη, που παντρεύτηκε τον Αρχίδαμο B’ και απέκτησε τον Άγι (5ος αι. π.Χ.). 2. Εταίρα από τη Σάμο, που έγινε γνωστή για τον έρωτα που είχε εμπνεύσει στον Δημήτριο τον… …   Dictionary of Greek

  • Λαμπιτοῦς — Λαμπιτώ fem nom/voc pl Λαμπιτώ fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαμπιτοῖ — Λαμπιτώ fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αριστοφάνης — I (περ. 445 π.Χ. – 388; π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Θεωρείται ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της λεγόμενης αρχαίας αττικής κωμωδίας· είναι ο μόνος του οποίου έχουν διασωθεί ολόκληρες κωμωδίες. Για τη ζωή του δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα. Ήταν γιος του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”